άκμων

άκμων
I
Ένα από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στην κοιλότητα του μεσαίου αφτιού και σχηματίζουν αλυσίδα, η οποία συνδέει το εσωτερικό τοίχωμα του έξω αφτιού με το εξωτερικό τοίχωμα του λαβύρινθου. Ο ά. βρίσκεται ανάμεσα στα άλλα δύο, τα οποία είναι η σφύρα και ο αναβολέας. Αποτελείται από το σώμα, το οποίο έχει τρεις επιφάνειες (από τις οποίες η αρθρική επιφάνεια συνδέεται με την κεφαλή της σφύρας) και δύο αποφύσεις. Η μικρή απόφυση αρχίζει στο επάνω πίσω μέρος του σώματος και φτάνει μέχρι το τοίχωμα του κύτους του τυμπάνου. Η μεγάλη απόφυση, που είναι και πιο λεπτή, αρχίζει στο κάτω μπροστινό μέρος του σώματος, ακολουθεί μια κάθετη πορεία προς τα κάτω και η άκρη της, που έχει δισκοειδή απόφυση, φτάνει στην κεφαλή του αναβολέα.
II
Αρχαία λέξη για το αμόνι (βλ. λ.).
III
Μουσικό όργανο που ανήκει στην κατηγορία των κρουστών. Αποτελείται από μια μεταλλική πλάκα που είναι τοποθετημένη πάνω σε ένα ξύλο και από ένα σφυρί το οποίο χτυπά ο εκτελεστής πάνω στην πλάκα. Η χρησιμοποίηση του ά. γίνεται περισσότερο για τη δημιουργία εντυπώσεων. Ο ήχος που παράγεται είναι ξερός ή οξύς, ανάλογα με τον όγκο της πλάκας. Το όργανο αυτό χρησιμοποιήθηκε και από κλασικούς συνθέτες (Βέρντι, Μπιζέ, Βάγκνερ) σε ορισμένες τους όπερες.
* * *
(-ονος), ο (Α ἄκμων)
σιδερένια βάση, επάνω στην οποία γίνεται η επεξεργασία μεταλλικών αντικειμένων (κν. αμόνι)
αρχ.
1. μετεωρόλιθος, κεραυνός
2. μτφ. ακούραστος, ακαταπόνητος
3. κόπανος, γουδοχέρι
4. είδος αετού
5. είδος λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἄκμων, που σήμαινε στην αρχαία «το αμόνι» (σημειώνουμε πως η σημερινή, ήδη μεσαιωνική, λ. αμόνι προήλθε από τον υποκοριστικό τ. τού ἄκμων
ἀκμόνιον > *ἀγμόνιον > ἀμόνι(ν)
βλ. λ. αμόνι), ετυμολογικά συνδέεται με μια σειρά από ομόρριζες λέξεις άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών που δήλωναν «την πέτρα, τον λίθο» (πρβλ. αρχ. ινδ. aśman «λίθος, βράχος -ουρανός» και aśmaka- «πέτρινος», λιθ. akmuo «λίθος» κ.ά.). Άρα και το ελλην. ἄκμων θα σήμαινε αρχικά «την πέτρα» (πρβλ. λ.χ. το «χάλκεος ἄκμων» τού Ησιόδου που χρησιμοποιείται για έναν μετεωρίτη λίθο), ενώ η σημ. «αμόνι» θα είναι υστερογενής και θα προήλθε πιθ. συνεκδοχικά από το υλικό αυτού τού εργαλείου, που αρχικά φαίνεται πως ήταν η πέτρα (από τη σημ. δηλ. «πέτρινο αμόνι» πέρασε μετά στη σημ. «αμόνι», από όπου μετά και χάλκινο, σιδερένιο αμόνι). Από την τυπολογική για το ελλην. ἄκμων, όσο και από τη σημασιολογική για αρκετές συναφείς λέξεις άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών σχέση με τη ρίζα *ακ- «οξύς, αιχμηρός» (ήτοι ἄκ-μων: ἄκ-ρος, ἀκ-μή, ἀκ-ή, ἄκ-ων κ.λπ.
λιθ. ašmens «κόψη, αιχμή»: λιθ. akmuō «λίθος» κ.λπ.), μπορεί να υποστηριχθεί η πρώιμη επίδραση τών παραγώγων τής ρίζας *ακ- πάνω στη σειρά τών λέξεων ἄκμων, Λιθουανικά akmuo κ.τ.ό. που σημαίνουν, όπως είπαμε, αρχικά «την πέτρα».
ΠΑΡ. νεοελλ. ακόνι.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκμοθέτης, ἀκμόθετον. Για τη σχέση με τη ρίζα *ακ βλ. λήμμα ακ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἄκμων — meteoric stone masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκμῶν — ἀκμάζω to be in full bloom fut part act masc voc sg ἀκμάζω to be in full bloom fut part act neut nom/voc/acc sg ἀκμάζω to be in full bloom fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀκμή point fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκμόνων — ἄκμων meteoric stone masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκμον — ἄκμων meteoric stone masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκμονα — ἄκμων meteoric stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκμονας — ἄκμων meteoric stone masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκμονες — ἄκμων meteoric stone masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκμονι — ἄκμων meteoric stone masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκμονος — ἄκμων meteoric stone masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκμοσι — ἄκμων meteoric stone masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”